λειχηνιάζω

λειχηνιάζω
αμετ. покрываться лишаями

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "λειχηνιάζω" в других словарях:

  • λειχηνιάζω — [λειχήνα] προσβάλλομαι από λειχήνες, βγάζω λειχήνες …   Dictionary of Greek

  • λειχηνιάζω — λειχήνιασα, λειχηνιασμένος, προσβάλλομαι από λειχήνες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λειχηνιώ — (AM λειχηνιῶ, άω) (για φυτά ή ανθρώπους) έχω λειχήνες, πάσχω από λειχηνίαση, λειχηνιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < λειχήν + ιῶ, κατάλ. ρημάτων δηλωτικών ασθενείας (πρβλ. ιλιγγ ιώ, σελην ιώ)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»